- χρονικός
- -ή, -ό / χρονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χρόνος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.)2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α. «χρονικές προτάσεις» β. «χρονικοί σύνδεσμοι» γ. «χρονικοί προσδιορισμοί»δ) «χρονικὴν αὔξησιν», Ευστ.ε. «χρονικά επιρρήματα», Απόλλ. Δύσκ.)νεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. βλ. χρονικόαρχ.(το ουδ. και θηλ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρονικά και αἱ χρονικαί(ενν. γραφαί) τα ιστορικά βιβλία.επίρρ...χρονικώς / χρονικῶς, ΝΜΑ, και χρονικά Νσε σχέση με τον χρόνο, από χρονική άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.